- χρωματογράφος
- ο, ΝΜνεοελλ.χημ. διάταξη η οποία επιτρέπει την εκτέλεση χημικών διαχωρισμών και αναλύσεων με τη μέθοδο τής χρωματογραφίαςμσν.ζωγράφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, -ατος + -γράφος*. Ως όρος τής χημείας η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. chromatographe].
Dictionary of Greek. 2013.