χρωματογράφος

χρωματογράφος
ο, ΝΜ
νεοελλ.
χημ. διάταξη η οποία επιτρέπει την εκτέλεση χημικών διαχωρισμών και αναλύσεων με τη μέθοδο τής χρωματογραφίας
μσν.
ζωγράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, -ατος + -γράφος*. Ως όρος τής χημείας η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. chromatographe].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρωματ(ο)- — και χρωμ(ο) Ν α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής που ανάγεται στη λ. χρώμα, ατος, και δηλώνει την παρουσία ή την πρόσδοση χρωστικής στο δηλούμενο από το α συνθετικό. Οι περισσότερες απ αυτές τις λέξεις έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως… …   Dictionary of Greek

  • χρωματογράφημα — το, Ν [χρωματογράφος] χημ. διάγραμμα που λαμβάνεται με τον χρωματογράφο, αλλ. χρωματόγραμμα …   Dictionary of Greek

  • χρωματογραφώ — χρωματογραφῶ, έω, ΝΜ [χρωματογράφος] ζωγραφίζω κάτι και αποδίδω πιστά τα χρώματά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”